ἐπιπηδᾶις — ἐπιπηδᾷς , ἐπιπηδάω leap upon pres subj act 2nd sg ἐπιπηδᾷς , ἐπιπηδάω leap upon pres ind act 2nd sg (epic) ἐπιπηδᾷς , ἐπιπηδάω leap upon pres subj act 2nd sg ἐπιπηδᾷς , ἐπιπηδάω leap upon pres ind act 2nd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιπηδώ — ἐπιπηδῶ, άω (AM) πηδώ πάνω σε κάποιον, εφορμώ («ἐπιρρύξας ἀγρίως αὐτοῑς ἐπιπηδᾷς», Αριστοφ.) μσν. πηδώ, χοροπηδώ αρχ. 1. μτφ. πηδώ πάνω ή πέρα από κάτι («ἐπιπηδᾱν τῷ λόγῳ», Πλούτ.) 2. πηδώ κατεπάνω («ἐπιπηδᾱν ἐπὶ τὴν τιμωρίαν», Ιώσ.) 3. (για αρσ … Dictionary of Greek
επιρρύζω — ἐπιρρύζω (Α) [ρύζω] (κυρίως για σκυλιά) προτρέπω, εξεγείρω, ερεθίζω εναντίον κάποιου («κᾆθ’ ὅταν οὗτός γ’ ἐπισίξῃ ἐπὶ τῶν ἐχθρῶν τιν’, ἐπιρρύξας ἀγρίως αὐτοῑς ἐπιπηδᾷς», Αριστοφ.) … Dictionary of Greek